- κουβαρίς
- κουβαρίς, ίδος, ἡ,A = ὄνος 111, Dsc.2.35 tit. [full] κουβηζός· στηβεύς, Hsch. [full] κουδριγάριον ἄλειμμα, = Lat. quadrigarium, charioteer's ointment, Hippiatr.130. [full] κουκᾶ· πάππων, ἢ κυκεῶνα, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.